ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΟΥ ΖΩΗ Ε’
(ΕΜΕΙΣ
ΤΡΕΛΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ )
Δούλευα
μαζί με τους πρόσφυγες ,με αλκοολικούς, με ανθρώπους βίαιους ,με γυναίκες
παντρεμένες με τα ρεμάλια που τις δέρνανε , με νεαρούς που ήδη στα δέκα εφτά
τους ήξεραν ότι θα συνεχίσουν τις ζωές τους στα υπόγεια της κοινωνίας που ως
ανώτατο αγαθό είχε το χρήμα που καταπατάει τα πάντα μπροστά του. Όλοι μας
ξέραμε ότι είμαστε αναλώσιμοι .
Δούλευα
με τις γυναίκες που έγκυος πήγαιναν να σηκώνουν τα τελάρα και έτσι χάνανε τα
παιδιά ή τα ξεφόρτωναν εάν η εγκυμοσύνη ήταν ανεπιθύμητη. Δούλευα με τους
άνδρες που όλα αυτά έβρισκαν «αστεία» και γέλαγαν με τις συμφορές των γυναικών. Δούλευα με τις
γυναίκες που έπαιζαν με τους άνδρες και τους κάνανε να « τρώνε από το χέρι»
τους υπάκουα λες και είναι σκυλιά.
Δεν
ήταν κακοί και περισσότεροι θα σου έδιναν το τελευταίο τους κομμάτι ψωμιού –
κάτι που σπάνια θα συναντούσα ύστερα στη ζωή μου όταν θα γνωρίσω το «καλό
κόσμο» που πήγαινε σχολείο , έπλενε τα δόντια του πριν πάει για να κοιμηθεί
και είχε ρούχα για κάθε περίσταση. Το « καλό
κόσμο» λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο όπως και η φτωχολογιά , με μία μόνο διαφορά
– ξέρει να κρύψει αυτά που δεν είναι καθωσπρέπει και να τα τυλίξει σε διάφορα
φούμαρα με μεταξωτές κορδέλες που ύστερα πουλάει ως σαβουάρ βιβρ ή κάτι
παρόμοιο που κανένας δεν το αμφισβητεί.
Βαθιά μέσα τους όλοι αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούσαν έναν πόνο που
δεν ήξεραν να το ονομάσουν γιατί τους έλειπαν οι κουβέντες, γιατί δεν ήξεραν
καν ότι ένα τέτοιο συναίσθημα μπορεί να ονομαστεί. Το μόνο που είχαν στα χείλη
τους ήταν η λέξη «καημός» και η λέξη «
μεράκι».
- Ωχ, έχω ένα καημό…πώς να το πω; Κάτι σαν να
θέλει να βγει από την ψυχή μου, εδώ είναι, να εδώ στα στήθη μέσα… Με καίει, δεν
με αφήνει να ζήσω…- ήταν τα λόγια τους όταν ήθελαν να μου περιγράψουν κάτι που
τους βασάνιζε πολύ, κάτι που τους ήταν άφταστο .
- Μεράκι μου είναι και ποιος μπορεί να μου το
απαγορέψει; - λέγανε στις στιγμές του απερίγραπτου πόνου, όταν κάνανε αυτό που
« ζητούσε η ψυχή τους » χωρίς να υπολογίζουν το πόσο πολύ θα πληγωθούν μετά
αφού πραγματοποιήσουν αυτό που ήθελαν
και φτάσουν « εκεί που τους τράβαγε η ψυχή».
Τους
έβλεπα πως είναι σαν να΄ταν κομμένοι στα δυο όταν περίμεναν τα νέα από τους γιους ή τους συγγενείς που βρισκόταν στο
στρατό . Τους έβλεπα όταν με τη χαρά κέρναγαν για τα χαρούμενα γεγονότα όπως γέννηση του εγγονού. Τους έβλεπα πως
τραυλίζουν μεθυσμένοι ή βρίζουν το θεό , το κράτος και τη « μάνα των γραφιάδων
από τα γραφεία» , πως προφέρουν τις κατάρες με παράπονο. Παραπονιόντουσαν για
τη μοίρα, για την αδικία, για τη φτώχεια που τους σταύρωσε.
Ορισμένες
φορές έπρεπε να είμαι σκληρή απέναντί τους όπως και αυτοί απέναντί μου.
Μια
φορά πήγα να χτυπήσω μια γριά με ένα τελάρο.
Η
ζωή δεν δείχνει την ευσπλαχνία στα πλάσματα καταδικασμένα να ζούνε σε ένα κόσμο
που είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να τρώει τα κόκαλα αυτών που δεν έχουν τίποτα μπροστά τους και
δεν είχαν και τίποτα ποτέ τους πίσω εκεί απ΄οπου έχουν ξεκινήσει την πορεία
τους.
Η
πίκρα που γνώρισα στην αποθήκη με προετοίμασε για όλες τις άλλες που μου τις φύλαξε η μοίρα για μετά...
Σάνια Βόινοβιτς 2012.
Нема коментара:
Постави коментар