Η
ΘΛΙΨΗ
Ήταν χειμώνας και όλα τα νερά
είχαν παγώσει.
Καθόμουν στο λεωφορείο που
δεν είχε θέρμανση,
δεν είχε ραδιόφωνο.
Πήγαινα προς τη Βουδαπέστη
για να πάρω το αεροπλάνο.
Κοίταγα από το παράθυρο
την παγωμένη λάσπη και το χιόνι.
Κανένας μας δε μίλαγε.
Καθένας κρύωνε για τον εαυτό του
καθισμένος στη θέση του
βυθισμένος στις κοιμισμένες του σκέψεις.
Η νύχτα κατάκτησε το τοπίο.
Η πεδιάδα σαν να είχε πεθάνει
και μου θύμισε
τα χρόνια που χωρίς το φως καθόμασταν
γύρω από ένα κερί αναμμένο…
Σχεδόν να μην υπήρξαν
ούτε τα άστρα
και μάταια προσπαθούσα να βρω
το αστέρι του Βορρά
όπως χρόνια προσπαθούσα
να βρω κάποιο νόημα σε όλα
όσα μου έχουν συμβεί .
Παρατήρησα ότι το παράθυρο που
ως τότε ήταν διάφανο
άρχισε να παίρνει χρώμα
που έχουν οι χιονονιφάδες
- ήταν κάτω από το μηδέν
και άρχισε η παγωνιά.
Με το δάχτυλο ζωγράφισα
ένα σπίτι και ένα μοναχικό δέντρο
πάνω στο τζάμι.
Δεν είχα ποτέ μου ένα δέντρο
και το σπίτι έχανα με κάθε χιλιόμετρο
που το έκανε το λαχανιασμένο
παλιό λεωφορείο.
Σταματήσαμε στην Κισκουνφελετζχάζα
σε ένα καφενείο όπου μίλαγαν τα σέρβικα.
Ήταν γεμάτο με μεθυσμένους φορτηγατζήδες
που μισοκοιμισμένοι δίνανε τις παραγγελίες
στη σερβιτόρα με άσπρη ποδίτσα στη μέση.
Έκατσα σε ένα τραπέζι .
Ήπια ένα καφέ και το πλήρωσα με γερμανικές
μάρκες.
Μετά από μισή ώρα συνεχίσαμε το δρόμο μας.
Έφτασα στη Βουδαπέστη
που δεν είχε ξυπνήσει ακόμα.
Στο αεροδρόμιο δεν υπήρχε ψυχή.
Νόμιζα ότι μάλλον έχω μπει σε
ένα παράλληλο κόσμο
σε έναν κόσμο
που υπάρχει μόνο
στις ταινίες του Ταρκόβσκι…
Έψαξα να βρω που να αφήσω
τις αποσκευές μου και βρήκα μία γυναίκα.
Το μόνο που
κατάλαβα από τα αγγλικά της
ήταν ότι θα πρέπει να περιμένω λίγες ώρες…
…γιατί κάτι…όλα κλειστά, καταλαβαίνετε….
Περίμενα όλη την ημέρα μέχρι
να φανεί ένα πρόσωπο -
ήταν μία γριούλα που καθάρισε.
Μίλαγε 1000 την ώρα μόνο τα ουγγρικά.
Δεν είχα καταλάβει τίποτα…
Όταν το αεροδρόμιο γέμισε με κόσμο
ξαφνικά είδα ένα ζευγάρι
με μία τσάντα που είχε πάνω της
γραμμένο YUGOSLAVIA.
Από την τσάντα αυτή βγάζανε
τυρί και ψωμί και τρώγανε.
Δεν καταλάβαιναν που πρέπει
να πάνε και δε μίλαγαν
ξένες γλώσσες.
Τους ρώτησα που πάνε
και αυτοί χαμογέλασαν.
Πήγαιναν στην Αυστραλία
στην κόρη τους που παντρεύτηκε εκεί
« έναν, ξέρεις κόρη μου, έναν Εγγλέζο…»
Τους εξήγησα ότι θα περιμένουν
αρκετή ώρα το αεροπλάνο.
Μου προσέφεραν το φαΐ τους
και με ρώτησαν:
« Και γιατί εσύ ,κόρη, είσαι τόσο λυπημένη..;»
Δεν ήξερα τι να τους πω.
Ίσως γιατί δεν είχα ποτέ μου ένα δέντρο,
ίσως να ‘φταίγε που ξανά έχανα το σπίτι μου,
που δεν είχα ούτε μία πόρτα τη δική μου…
Δεν ξέρω ούτε και σήμερα
πώς και
τόση θλίψη έχει εισβάλει
στην ψυχή μου ;
Σάνια Βόινοβιτς
υπέροχο!
ОдговориИзбриши