Περνάνε οι μέρες και εγώ βαριέμαι όλο και περισσότερο.
Κάθε ώρα είναι ένα πρόσθετο βάρος,ένα άλλο κρίκο στην
αλυσίδα της αβάσταχτης βαρεμάρας.
Γύρω μου δεν βλέπω τίποτα,
δεν βρίσκω τίποτα από
αυτά που υπήρχαν και ήταν αληθινά.
Βαριέμαι την ελπίδα, την αισιοδοξία , τις ωραίες σκέψεις,
τις παρηγοριές.
Βαριέμαι τα αισιόδοξα μηνύματα
που στέλνουν από τις οθόνες
τις πληρωμένες διαφημίσεις
και προωθήσεις των αξίων.
Η καρδία μου πέθανε
σε ένα άκαρδο και άδικο κόσμο.
Η δική σου ζει ακόμα;
Αντί καρδιά έχω ένα απέραντο κενό που
δεν συμπληρώνεται
ούτε με την ποίηση
ούτε με τα ωραία λόγια
ούτε με την υπόσχεση για το μέλλον.
Δεν θεραπεύεται το κενό
με τις ψευδαισθήσεις
γιατί το κενό το δικό μου
είναι υπαρκτό και δεν του κάνουν τίποτα
τα ψεύτικα του κόσμου.
Η καρδιά μου ήταν φτωχή
δεν είχε τίποτα εκτός από το ζεστό αίμα
που πάγωσε ανάμεσα στα μεταμοσχευμένα συναισθήματα
που μας προσφέρουν με ζόρι.
Η καρδιά μου η φτωχή πέθανε γιατί
έλεγε ''όχι''
γιατί δεν ήξερε να μετατρέψει τα ''είμαι''
και τα ''νιώθω'' στις μονάδες τις μέτρησης .
Βλέπετε, η καρδιά μου
δεν έμαθε εμπόριο...
Η καρδιά μου ήταν γεμάτη
αυτά που δεν πιάνει χέρι
και έτσι έγινα και εγώ
φτωχή στον κόσμο των πραγμάτων.
Η καρδιά μου δεν γνώριζε την ύλη.
Η καρδιά μου πέθανε,αλλά
όχι από τα γεράματα,ούτε από την αρρώστια
δεν σου είπα- εγώ την έπνιξα...
Εγώ σκότωσα την φτωχή μου καρδιά
γιατί δεν ήθελα να γίνει διακόσμηση.
Τώρα την θυμάμαι κάθε φορά που ακούω ένα ρολόι να κάνει
''τικ-τακ''...έτσι έκανα και αυτή
και ξέρω ότι δεν μου κρατάει κακία για αυτό που της
έκανα- κατάλαβα πως και η ίδια υπέφερε...
Η καρδιά μου πέθανε.
Η δική σου ζει- ακόμα;